φοβάμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φοβάμαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φοβοῦμαι [1] (συνηρημένος τύπος του φοβέομαι) + -άμαι < παθητική φωνή του ρήματος φοβέω < φόβος < φέβομαι
Ρήμα
επεξεργασίαφοβάμαι, π.αόρ.: φοβήθηκα, μτχ.π.π.: φοβισμένος (αποθετικό ρήμα)
- νιώθω φόβο, συναίσθημα που προκαλείται από σοβαρό κίνδυνο, απειλή κλπ.
- ※ Φοβάμαι τη νύχτα στο κέντρο, φοβάμαι τους σεισμούς
- διστάζω, ανησυχώ, σκέφτομαι τυχόν αρνητικές παραμέτρους όχι ικανές να απειλήσουν ή να φοβερίσουν, αλλά ικανές να προβληματίσουν
- ※ Λέω να μην απλώσω τα ρούχα, γιατί φοβάμαι μη βρέξει
- ευγενικός τρόπος εκφοράς άρνησης, ματαίωσης, όταν ο συνομιλητής αναμένεται λογικά να στενοχωρηθεί από αυτό που θα ακούσει
- ⮡ Φοβάμαι πως δε θα μπορέσουμε να σας προσλάβουμε (εγώ πιθανόν να ήθελα, αλλά τα υπόλοιπα στελέχη, όχι)
- ⮡ Είπαμε στις 8, αλλά φοβάμαι ότι θα αργήσω (έχει κινηση, υπάρχει πολλή δουλειά, θέλω δηλαδή να έρθω, αλλά δεν είναι στο χέρι μου να είμαι εκεί στις 8)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φόβος
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φοβάμαι φοβούμαι |
φοβόμουν(α) | θα φοβάμαι φοβούμαι |
να φοβάμαι φοβούμαι |
||
β' ενικ. | φοβάσαι | φοβόσουν(α) | θα φοβάσαι | να φοβάσαι | ||
γ' ενικ. | φοβάται | φοβόταν(ε) | θα φοβάται | να φοβάται | ||
α' πληθ. | φοβόμαστε φοβούμαστε |
φοβόμαστε φοβόμασταν |
θα φοβόμαστε φοβούμαστε |
να φοβόμαστε φοβούμαστε |
||
β' πληθ. | φοβάστε | φοβόσαστε φοβόσασταν |
θα φοβάστε | να φοβάστε | φοβείστε - φοβιέστε | |
γ' πληθ. | φοβούνται | φοβούνταν | θα φοβούνται | να φοβούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φοβήθηκα | θα φοβηθώ | να φοβηθώ | φοβηθεί | ||
β' ενικ. | φοβήθηκες | θα φοβηθείς | να φοβηθείς | φοβήσου | ||
γ' ενικ. | φοβήθηκε | θα φοβηθεί | να φοβηθεί | |||
α' πληθ. | φοβηθήκαμε | θα φοβηθούμε | να φοβηθούμε | |||
β' πληθ. | φοβηθήκατε | θα φοβηθείτε | να φοβηθείτε | φοβηθείτε | ||
γ' πληθ. | φοβήθηκαν φοβηθήκαν(ε) |
θα φοβηθούν(ε) | να φοβηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φοβηθεί | είχα φοβηθεί | θα έχω φοβηθεί | να έχω φοβηθεί | φοβημένος | |
β' ενικ. | έχεις φοβηθεί | είχες φοβηθεί | θα έχεις φοβηθεί | να έχεις φοβηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει φοβηθεί | είχε φοβηθεί | θα έχει φοβηθεί | να έχει φοβηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φοβηθεί | είχαμε φοβηθεί | θα έχουμε φοβηθεί | να έχουμε φοβηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε φοβηθεί | είχατε φοβηθεί | θα έχετε φοβηθεί | να έχετε φοβηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φοβηθεί | είχαν φοβηθεί | θα έχουν φοβηθεί | να έχουν φοβηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία φοβάμαι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φοβάμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας