↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φοβισμένος η φοβισμένη το φοβισμένο
      γενική του φοβισμένου της φοβισμένης του φοβισμένου
    αιτιατική τον φοβισμένο τη φοβισμένη το φοβισμένο
     κλητική φοβισμένε φοβισμένη φοβισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φοβισμένοι οι φοβισμένες τα φοβισμένα
      γενική των φοβισμένων των φοβισμένων των φοβισμένων
    αιτιατική τους φοβισμένους τις φοβισμένες τα φοβισμένα
     κλητική φοβισμένοι φοβισμένες φοβισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φοβισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φοβάμαι και φοβίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fo.viˈzme.nos/

φοβισμένος -η -ο

  1. που έχει φοβηθεί
    ※  Ο Κωνσταντής πήγε πίσω του φοβισμένος, χωρίς να καταλαβαίνει τι σημαίνουν αυτά. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
     συνώνυμα: έντρομος, τρομαγμένος, τρομοκρατημένος
  2. που διακατέχεται από φόβους, άτολμος
    μην περιμένεις απ'αυτόν να αντιδράσει· ένας φοβισμένος άνθρωπος είναι
     συνώνυμα: δειλός, περίφοβος, φοβιτσιάρης
     αντώνυμα: απτόητος, ατρόμητος, θαρραλέος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία