απτόητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | απτόητος | η | απτόητη | το | απτόητο |
γενική | του | απτόητου | της | απτόητης | του | απτόητου |
αιτιατική | τον | απτόητο | την | απτόητη | το | απτόητο |
κλητική | απτόητε | απτόητη | απτόητο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | απτόητοι | οι | απτόητες | τα | απτόητα |
γενική | των | απτόητων | των | απτόητων | των | απτόητων |
αιτιατική | τους | απτόητους | τις | απτόητες | τα | απτόητα |
κλητική | απτόητοι | απτόητες | απτόητα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απτόητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπτόητος → δείτε τη λέξη πτοῶ
Επίθετο
επεξεργασίααπτόητος, -η, -ο
- που δεν πτοείται, παραμένει ανεπηρεάστος και ατάραχος
- ⮡ Συνέχισε απτόητος την ομιλία του, παρά τις αποδοκιμασίες και τα «ουυυ», σα να μην είχε συμβεί τίποτα.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ατάραχος
- άφοβος, ατρόμητος
- → δείτε και την έκφραση δεν το βάζω κάτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία απτόητος