Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατρόμητος η ατρόμητη το ατρόμητο
      γενική του ατρόμητου της ατρόμητης του ατρόμητου
    αιτιατική τον ατρόμητο την ατρόμητη το ατρόμητο
     κλητική ατρόμητε ατρόμητη ατρόμητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατρόμητοι οι ατρόμητες τα ατρόμητα
      γενική των ατρόμητων των ατρόμητων των ατρόμητων
    αιτιατική τους ατρόμητους τις ατρόμητες τα ατρόμητα
     κλητική ατρόμητοι ατρόμητες ατρόμητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατρόμητος < ελληνιστική ἀτρόμητος (α- στερητικό + τρόμος)

  Επίθετο επεξεργασία

ατρόμητος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία