Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ατρόμητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
ατρόμητα
<
ατρόμητος
< α (στερητικό) +
τρόμος
Επίρρημα
επεξεργασία
ατρόμητα
κάποιος κάνει κάτι χωρίς
τρόμο
Συνώνυμα
επεξεργασία
άφοβα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ατρόμητα
αγγλικά
:
fearlessly
(en)
γαλλικά
:
intrépidement
(fr)
γερμανικά
:
furchtlos
(de)