Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός fearlessly
συγκριτικός more fearlessly
υπερθετικός most fearlessly

  Ετυμολογία επεξεργασία

fearlessly < fearless + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

fearlessly (en)

  • άφοβα
    Speak to me fearlessly; nothing will happen to you.
    Μίλα μου άφοβα· τίποτα δε θα πάθεις.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη bravely

  Πηγές επεξεργασία