scared
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | scared |
συγκριτικός | more scared |
υπερθετικός | most scared |
scared (en)
- φοβισμένος, φοβάμαι
- ⮡ a scared child - φοβισμένο παιδί
- ⮡ I admit that I’m scared of airplanes/snakes.
- Παραδέχομαι ότι φοβάμαι τ' αεροπλάνα/τα φίδια.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαscared (en)