θαρραλέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- θαρραλέος < αρχαία ελληνική θαρραλέος, θαρραλέα, θαρραλέον ( και θαρσαλέος)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θa.ɾaˈle.os/
Επίθετο
επεξεργασία
θαρραλέος, -α, -ο
- που έχει θάρρος
- Δεν φοβάται το σκοτάδι, είναι θαρραλέο παιδί
- θαρραλέα προσπάθεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
θαρραλέος, -α, -ον