↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαρρετός η θαρρετή το θαρρετό
      γενική του θαρρετού της θαρρετής του θαρρετού
    αιτιατική τον θαρρετό τη θαρρετή το θαρρετό
     κλητική θαρρετέ θαρρετή θαρρετό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαρρετοί οι θαρρετές τα θαρρετά
      γενική των θαρρετών των θαρρετών των θαρρετών
    αιτιατική τους θαρρετούς τις θαρρετές τα θαρρετά
     κλητική θαρρετοί θαρρετές θαρρετά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θαρρετός < μεσαιωνική ελληνική < θαρρώ

  Επίθετο

επεξεργασία

θαρρετός, -ή, -ό

  1. (για άνθρωπο) που ενεργεί με θάρρος
  2. (για ενέργεια) που γίνεται με θάρρος

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία