πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θάρρος τα θάρρη
& θάρρητα
      γενική του θάρρους
    αιτιατική το θάρρος τα θάρρη
& θάρρητα
     κλητική θάρρος θάρρη
& θάρρητα
Ο πληθυντικός θάρρητα είναι λαϊκότροπος.
Παράρτημα:Ανώμαλα διπλοκατάληκτα
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θάρρος ουδέτερο

  1. η δύναμη που έχει κάποιος να αντιμετωπίζει επικίνδυνες καταστάσεις είτε χωρίς φόβο ή υπερνικώντας τον
  2. (στις κοινωνικές σχέσεις) η υπερβολική (με την κακή έννοια), ενοχλητική και κακή οικειότητα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • έχω το θάρρος της γνώμης μου: εκφράζω την άποψή μου ελεύθερα, με παρρησία
  • αντλώ θάρρος από κάποιον
  • δεν έχω το θάρρος να του το πω
  • επιδεικνύω θάρρος
  • μεταδίδω το θάρρος μου σε κάποιον
  • (δε) δίνω πολύ θάρρος: (δε) δίνω σε κάποιον τη δυνατότητα να μου συμπεριφέρεται με μεγάλη (υπερβολική) οικειότητα
  • οπλίζομαι με θάρρος
  • παραπαίρνω θάρρος: αποκτώ υπερβολικό θάρρος
  • έχω τα θάρρη μου (σε κάποιον): βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία