Δείτε επίσης: ἀνδρεία, ἀνδρειά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /anˈðɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐δρεί‐α

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανδρεία οι ανδρείες
      γενική της ανδρείας
    αιτιατική την ανδρεία τις ανδρείες
     κλητική ανδρεία ανδρείες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανδρεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνδρεία (προφορά του ⟨ντ⟩ με [nd]) < → και δείτε τη λέξη ἀνήρ. Συγκρίνετε με το αντρεία και το αντρειά.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανδρεία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη άνδρας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

ανδρεία < ανδρεί(ος) +

  Επίρρημα επεξεργασία

ανδρεία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ανδρεία

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ανδρείος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ανδρείο) του ανδρείος

  Πηγές επεξεργασία