valiantly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | valiantly |
συγκριτικός | more valiantly |
υπερθετικός | most valiantly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαvaliantly (en)
παραθετικά | |
θετικός | valiantly |
συγκριτικός | more valiantly |
υπερθετικός | most valiantly |
valiantly (en)