γενναία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γενναία < γενναίος
Επίρρημα
επεξεργασίαγενναία
- με γενναιότητα
- πολέμησαν γενναία αλλά ηττήθηκαν
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαγενναία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γενναίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γενναίος