Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γενναιότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
γενναιότητ
α
οι
γενναιότητ
ες
γενική
της
γενναιότητ
ας
των
γενναιοτήτ
ων
αιτιατική
τη
γενναιότητ
α
τις
γενναιότητ
ες
κλητική
γενναιότητ
α
γενναιότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γενναιότητα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γενναιότητα
θηλυκό
η ιδιότητα του
γενναίου
Συνώνυμα
επεξεργασία
θάρρος
τόλμη
παλικαριά
αντρειοσύνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γενναιότητα
γαλλικά
:
courage
(fr)
,
vaillance
(fr)