courage
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
- το θάρρος
- ↪ It takes courage to stand up to him.
- Χρειάζεται θάρρος για να του σηκώσεις κεφάλι.
- ↪ It takes courage to stand up to him.
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- courage < curage < cur, αρχαία παραλλαγή του cœur, καρδιά
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
courage (fr) αρσενικό
- η ανδρεία, το θάρρος, το κουράγιο, η τόλμη, η γενναιότητα