πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουράγιο τα κουράγια
      γενική του κουράγιου των κουράγιων
    αιτιατική το κουράγιο τα κουράγια
     κλητική κουράγιο κουράγια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουράγιο ουδέτερο

  1. το θάρρος
  2. η σωματική και ψυχική αντοχή που χρειάζεται για να συνεχίσεις μια επίπονη προσπάθεια
      περπάτησα τέσσερις ώρες με ρυθμό, αλλά τώρα δεν έχω άλλο κουράγιο για να συνεχίσω την πορεία
      δούλεψε σαν το σκυλί σ' όλη του τη ζωή και ακόμα και τώρα δεν τον έχουν αφήσει τα κουράγια του
      μη χάνεις το κουράγιο σου: μη λιποψυχάς

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. κουράγιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.