δημώδη λατινικά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | δημώδη λατινικά | ||
γενική | των | δημωδών λατινικών | ||
αιτιατική | τα | δημώδη λατινικά | ||
κλητική | δημώδη λατινικά | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
δημώδη λατινικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) το σύνολο των προφορικών διαλέκτων της λατινικής γλώσσας, που ομιλούνταν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και διέφεραν από τη κλασική λατινική, έως την περίοδο 600‑800 και την ανάδυση των ρομανικών γλωσσών
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
λατινική γλώσσα - lingua latina | ||||||
← 75 π.Κ.Ε. | 75 π.Κ.Ε. – 200 Κ.Ε. | 200 – 900 | 900 –1300 | 1300 – 1500 | 1500 → | 1900 → |
παλαιά λατινικά | κλασικά λατινικά | υστερολατινικά | μεσαιωνικά λατινικά | αναγεννησιακά λατινικά | νεολατινικά | σύγχρονα λατινικά |
& δημώδη λατινικά, εκκλησιαστικά λατινικά |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δημώδη λατινικά