Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δημώδης η δημώδης το δημώδες
      γενική του δημώδους της δημώδους του δημώδους
    αιτιατική τον δημώδη τη δημώδη το δημώδες
     κλητική δημώδη(ς) δημώδης δημώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δημώδεις οι δημώδεις τα δημώδη
      γενική των δημωδών των δημωδών των δημωδών
    αιτιατική τους δημώδεις τις δημώδεις τα δημώδη
     κλητική δημώδεις δημώδεις δημώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημώδης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiˈmo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐μώ‐δης

  Επίθετο επεξεργασία

δημώδης, -ης, -ες

  • που ανήκει ή χρησιμοποιείται από το λαό και όχι από τους λογίους· ιδιαίτερα για να χαρακτηριστεί μια μορφή γλώσσας ή μια ορισμένη γραμματεία
    τα σατιρικά ποιήματα του Πτωχοπρόδρομου γράφτηκαν στη δημώδη γλώσσα του 12ου αιώνα
    τα δημώδη άσματα (τα δημοτικά τραγούδια)
    οι ρομανικές γλώσσες προέρχονται από τη δημώδη λατινική

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία