δημοτικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δημοτικός < αρχαία ελληνική δημοτικός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.mo.tiˈkos/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δημοτικός, -ή, -ό
- που ανήκει σε έναν οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, ένα δήμο
- δημοτικό διαμέρισμα, δημοτική αστυνομία
- που είναι συλλογικό δημιούργημα του λαού και όχι (ενός επώνυμου δημιουργού)· που ανήκει στη λαϊκή παράδοση ή την ακολουθεί
- δημοτικό τραγούδι, δημοτική μουσική
- για τη γλώσσα που μιλιέται ή για τη γραφή που χρησιμοποιείται από το λαό (και όχι από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα)
- η δημοτική γλώσσα, η δημοτική αιγυπτιακή γραφή