παραδοσιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παραδοσιακός < παράδοσι(ς) + -ακός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική traditionnel) [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ðo.si.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐δο‐σι‐α‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
παραδοσιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την παράδοση, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που του αρέσει η παράδοση και τηρεί τα ήθη και τα έθιμα
- ⮡ είναι παραδοσιακός τύπος, καθόλου μοντέρνος
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραδοσιακός
- ↑ παραδοσιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας