Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντιπαραδοσιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αντιπαραδοσιακ
ός
η
αντιπαραδοσιακ
ή
το
αντιπαραδοσιακ
ό
γενική
του
αντιπαραδοσιακ
ού
της
αντιπαραδοσιακ
ής
του
αντιπαραδοσιακ
ού
αιτιατική
τον
αντιπαραδοσιακ
ό
την
αντιπαραδοσιακ
ή
το
αντιπαραδοσιακ
ό
κλητική
αντιπαραδοσιακ
έ
αντιπαραδοσιακ
ή
αντιπαραδοσιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αντιπαραδοσιακ
οί
οι
αντιπαραδοσιακ
ές
τα
αντιπαραδοσιακ
ά
γενική
των
αντιπαραδοσιακ
ών
των
αντιπαραδοσιακ
ών
των
αντιπαραδοσιακ
ών
αιτιατική
τους
αντιπαραδοσιακ
ούς
τις
αντιπαραδοσιακ
ές
τα
αντιπαραδοσιακ
ά
κλητική
αντιπαραδοσιακ
οί
αντιπαραδοσιακ
ές
αντιπαραδοσιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντιπαραδοσιακός
<
αντι-
+
παραδοσιακός
Επίθετο
επεξεργασία
αντιπαραδοσιακός
που είναι
ενάντια
στην
παράδοση
ή
αντίθετος
μ’ αυτή
Αντώνυμα
επεξεργασία
παραδοσιακός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντιπαραδοσιακός
αγγλικά
:
antitraditional
(en)
,
untraditional
(en)
,
nontraditional
(en)
δανικά
:
utraditionel
(da)
πορτογαλικά
:
antitradicional
(pt)