παραδοσιαρχία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παραδοσιαρχία < παράδοσι(ς)- + -αρχία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παραδοσιαρχία θηλυκό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παραδοσιαρχία
→ δείτε τη λέξη παραδοσιοκρατία |
παραδοσιαρχία θηλυκό
→ δείτε τη λέξη παραδοσιοκρατία |