Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παράδοσῐς αἱ παραδόσεις
      γενική τῆς παραδόσεως τῶν παραδόσεων
      δοτική τῇ παραδόσει ταῖς παραδόσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παράδοσῐν τὰς παραδόσεις
     κλητική ! παράδοσῐ παραδόσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραδόσει
γεν-δοτ τοῖν  παραδοσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράδοσις < θέμα παρα-δο- (στο παραδίδωμι) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παράδοσις, -εως θηλυκό

  1. κληρονομία, κληρονομική μεταβίβαση
  2. μεταβίβαση, μετάδοση παραδόσεων, διηγήσεων του παρελθόντος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις παραδίδωμι, παρά, δόσις και δίδωμι

  Πηγές επεξεργασία