παράδοσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παράδοσῐς | αἱ | παραδόσεις |
γενική | τῆς | παραδόσεως | τῶν | παραδόσεων |
δοτική | τῇ | παραδόσει | ταῖς | παραδόσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | παράδοσῐν | τὰς | παραδόσεις |
κλητική ὦ! | παράδοσῐ | παραδόσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραδόσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παραδοσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παράδοσις < θέμα παρα-δο- (στο παραδίδωμι) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράδοσις, -εως θηλυκό
- κληρονομία, κληρονομική μεταβίβαση
- μεταβίβαση, μετάδοση παραδόσεων, διηγήσεων του παρελθόντος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις παραδίδωμι, παρά, δόσις και δίδωμι
Πηγές
επεξεργασία- παράδοσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.