Ενεργητικός Παρακείμενος
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
παραδέδωκα
|
παραδεδώκω / παραδεδωκώς, παραδεδωκυῖα, παραδεδωκός ὦ
|
παραδεδώκοιμι / παραδεδωκώς, παραδεδωκυῖα, παραδεδωκός εἴην
|
-
|
σύ
|
παραδέδωκας
|
παραδεδώκῃς / παραδεδωκώς, παραδεδωκυῖα, παραδεδωκός ᾖς
|
παραδεδώκοις / παραδεδωκώς, παραδεδωκυῖα, παραδεδωκός εἴης
|
παραδεδωκώς, παραδεδωκυῖα, παραδεδωκός ἴσθι
|
οὗτος
|
παραδέδωκε
|
παραδεδώκῃ / παραδεδωκώς, παραδεδωκυῖα, παραδεδωκός ᾖ
|
παραδεδώκοι / παραδεδωκώς, παραδεδωκυῖα, παραδεδωκός εἴη
|
παραδεδωκώς, παραδεδωκυῖα, παραδεδωκός ἔστω
|
ἡμεῖς
|
παραδεδώκαμεν
|
παραδεδώκωμεν / παραδεδωκότες, παραδεδωκυῖαι, παραδεδωκότα ὦμεν
|
παραδεδώκοιμεν / παραδεδωκότες, παραδεδωκυῖαι, παραδεδωκότα εἴημεν/εἶμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
παραδεδώκατε
|
παραδεδώκητε / παραδεδωκότες, παραδεδωκυῖαι, παραδεδωκότα ἦτε
|
παραδεδώκοιτε / παραδεδωκότες, παραδεδωκυῖαι, παραδεδωκότα εἴητε/εἶτε
|
παραδεδωκότες, παραδεδωκυῖαι, παραδεδωκότα ἔστε
|
οὗτοι
|
παραδεδώκασι(ν)
|
παραδεδώκωσι(ν) / παραδεδωκότες, παραδεδωκυῖαι, παραδεδωκότα ὦσι(ν)
|
παραδεδώκοιεν / παραδεδωκότες, παραδεδωκυῖαι, παραδεδωκότα εἴησαν/εἶεν
|
παραδεδωκότες, παραδεδωκυῖαι, παραδεδωκότα ἔστων
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
παραδεδωκέναι
|
παραδεδωκώς
|
παραδεδωκυῖα
|
παραδεδωκός
|