Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

  1. παρα- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παρα- < αρχαία ελληνική παρα- < πρόθεση παρά
  2. παρα- < επίρρημα πάρα (πολύ, υπερβολικά)

  ΠρόθημαΕπεξεργασία

  1. παρα-, παρά- ή παρ-, πάρ-
  2. παρα- ή παρ-

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

  1. παρα- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παρα- < πρόθεση παρά (πολύ, πιο, δευτερότερο)
  2. παρα- < επίρρημα πάρα

  ΠρόθημαΕπεξεργασία

  1. παρα-, παρά- ή παρ-, πάρ-
  2. παρα- ή παρ-

ΣύνθεταΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

παρα- < πρόθεση παρά

  ΠρόθημαΕπεξεργασία

παρα-, παρά- ή παρ-, πάρ-

ΣύνθεταΕπεξεργασία