παραβιάζω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παραβιάζω < αρχαία ελληνική παραβιάζω
ΡήμαΕπεξεργασία
παραβιάζω
- ενεργώ αντίθετα με νόμο, συνθήκη, συμφωνία
- χρησιμοποιώ βία ή διαρρηκτικά εργαλεία για να μπω κάπου
- οι διαρρήκτες μπήκαν από την κεντρική είσοδο αφού την παραβίασαν