Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας violate
γ΄ ενικό ενεστώτα violates
αόριστος violated
παθητική μετοχή violated
ενεργητική μετοχή violating

  Ρήμα επεξεργασία

violate (en)

  • (επίσημο) παραβιάζω κανόνες, συμφωνίες κλπ
    The law was blatantly violated.
    Ο νόμος παραβιάστηκε κατάφωρα.

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία