violate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | violate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | violates |
αόριστος | violated |
παθητική μετοχή | violated |
ενεργητική μετοχή | violating |
Ρήμα
επεξεργασίαviolate (en)
- (επίσημο) παραβιάζω κανόνες, συμφωνίες κλπ
- ⮡ The law was blatantly violated.
- Ο νόμος παραβιάστηκε κατάφωρα.
- ⮡ The law was blatantly violated.