Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
violation violations

  Ετυμολογία επεξεργασία

violation < violate + -ion

  Ουσιαστικό επεξεργασία

violation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η παραβίαση, η καταπάτηση, η ενέργεια του να αρνούμαι να υπακούω σε νόμο, συμφωνία κτλ.
    The violation of the constitution is blatant.
    Η παραβίαση του συντάγματος είναι κατάφωρη.

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη violate

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
violation violations

  Ετυμολογία επεξεργασία

violation < λατινικά violatio

  Ουσιαστικό επεξεργασία

violation (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία