Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθέτηση οι αθετήσεις
      γενική της αθέτησης* των αθετήσεων
    αιτιατική την αθέτηση τις αθετήσεις
     κλητική αθέτηση αθετήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αθετήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθέτηση < (ελληνιστική κοινή) ἀθέτησις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αθέτηση θηλυκό

  1. η ενέργεια του αθετώ, η μη τήρηση (υπόσχεσης, συμφωνίας, υποχρέωσης, όρου κλπ)
  2. η θεώρηση ενός τμήματος κειμένου από αρχαίο χειρόγραφο ως νόθου

  Μεταφράσεις επεξεργασία