Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθετώ < (ελληνιστική κοινή) ἀθετέω, -ῶ < ἄθετος

  Ρήμα επεξεργασία

αθετώ

  1. δεν τηρώ (υπόσχεση, συμφωνία, όρο), παραβαίνω
  2. αρνούμαι (δικαίωμα, την αξία ενός πράγματος)
  3. (φιλολογία) θεωρώ νόθο ένα τμήμα αρχαίου χειρόγραφου κειμένου

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία