Δείτε επίσης: ἀρνοῦμαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρνούμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρνοῦμαι, συνηρημένος τύπος του ἀρνέομαι. Συγκρίνετε με τον τύπο αρνιέμαι.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɾˈnu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐νού‐μαι

αρνούμαι, μτχ.π.ε.: αρνούμενος, π.αόρ.: αρνήθηκα (αποθετικό ρήμα), αρνιέμαι και αρνιούμαι

  1. δεν αποδέχομαι ότι κάτι είναι αληθινό
    ⮡  Αρνούμαι ότι έκανα αυτά που με κατηγορούν.
     αντώνυμα: αποδέχομαι
  2. δε συμφωνώ, δε συναινώ
    ⮡  Αρνούμαι να κάνω ό,τι κάνουν οι άλλοι.
     συνώνυμα: διαφωνώ
     αντώνυμα: συμφωνώ

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία