↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρνούμενος η αρνούμενη το αρνούμενο
      γενική του αρνούμενου της αρνούμενης του αρνούμενου
    αιτιατική τον αρνούμενο την αρνούμενη το αρνούμενο
     κλητική αρνούμενε αρνούμενη αρνούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρνούμενοι οι αρνούμενες τα αρνούμενα
      γενική των αρνούμενων των αρνούμενων των αρνούμενων
    αιτιατική τους αρνούμενους τις αρνούμενες τα αρνούμενα
     κλητική αρνούμενοι αρνούμενες αρνούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

αρνούμενος <μετοχή του ρήματος αρνούμαι

αρνούμενος,η,ο

  • που αρνείται αυτή τη στιγμή ή (συνήθως) σε σχέση με ένα γεγονός που συνέβαινε στο παρελθόν ή που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία