αρνούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααρνούμενος <μετοχή του ρήματος αρνούμαι
Μετοχή
επεξεργασίααρνούμενος,η,ο
- που αρνείται αυτή τη στιγμή ή (συνήθως) σε σχέση με ένα γεγονός που συνέβαινε στο παρελθόν ή που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον
- Κατέληξε στα μπουντρουμια της χούντας αρνούμενος μέχρι τέλους να καταδώσει τους συντρόφους του