αρνητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αρνητικός < (ελληνιστική κοινή) ἀρνητικός
Επίθετο
επεξεργασία
αρνητικός
- που είναι αποφατικός, αρνείται κάτι συγκεκριμένο, δίνει αρνητική απάντηση
- Του ζήτησα δανεικά, αλλά ήταν αρνητικός
- ο αντίθετος του θετικού, όχι απαραιτήτως δυσάρεστος και κακός
- ο αντίθετος του επιθυμητού, του επιδιωκόμενου
- Η πορεία της οικονομίας ήταν αρνητική
- Το κλίμα ήταν αρνητικό
- (μαθηματικά) αριθμός μικρότερος του μηδενός
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αρνητικό ως ουσιαστικό (το αρνητικό του φιλμ)