αρνητισμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αρνητισμός < αρνητής + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική négativisme)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αρνητισμός αρσενικό
- η εκ συστήματος εκφραζόμενη άρνηση, η αρνητική διάθεση, στάση ή συμπεριφορά
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αρνητισμός