αρνητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααρνητικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος αρνητικός, να έχει αρνητική διάθεση, στάση και συμπεριφορά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρνητικότητα
|