Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άρνηση οι αρνήσεις
      γενική της άρνησης* των αρνήσεων
    αιτιατική την άρνηση τις αρνήσεις
     κλητική άρνηση αρνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αρνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άρνηση < αρνούμαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άρνηση θηλυκό

  1. η απόρριψη, η μη αποδοχή
    άρνηση ψήφου
  2. (λογική) μοναδιαίος τελεστής που μεταβάλει την αληθοτιμή μιάς λογικής πρότασης από 'Αληθής' σε 'Ψευδής' ή από 'Ψευδής' σε 'Αληθής'
    Συμβολισμός: ¬, που σημαίνει ότι, αν η λογική πρόταση p είναι 'Αληθής', τότε η ¬p είναι 'Ψευδής' ή αν η p είναι 'Ψευδής', τότε η ¬p είναι 'Αληθής' και διαβάζεται «δεν ισχύει ότι p»[1]
    Υπερώνυμο: λογικό συνδετικό

Σύνθετα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γεώργιος Βούρος (Πάτρα 2002), «Διακριτά Μαθηματικά», σελ. 16. Προσπέλαση 2020-02-28