απόρριψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόρριψη | οι | απορρίψεις |
γενική | της | απόρριψης* | των | απορρίψεων |
αιτιατική | την | απόρριψη | τις | απορρίψεις |
κλητική | απόρριψη | απορρίψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απορρίψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααπόρριψη θηλυκό
- η άρνηση (κάποιου) να εγκρίνει, να αποδεχτεί (κάποιον/κάτι)
- απόρριψη πρότασης
- η αξιολόγηση κάποιου ως ακατάλληλου
- η απόρριψη του υποψηφίου
- (ιατρική) η αδυναμία του οργανισμού να αφομοιώσει ξένο σώμα ή ξένο ιστό
- απόρριψη μοσχεύματος
- το πέταμα (των απορριμάτων)