Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόρριψη οι απορρίψεις
      γενική της απόρριψης* των απορρίψεων
    αιτιατική την απόρριψη τις απορρίψεις
     κλητική απόρριψη απορρίψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απορρίψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόρριψη < από + ρίψη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απόρριψη θηλυκό

  1. η άρνηση (κάποιου) να εγκρίνει, να αποδεχτεί (κάποιον/κάτι)
    απόρριψη πρότασης
  2. η αξιολόγηση κάποιου ως ακατάλληλου
    η απόρριψη του υποψηφίου
  3. (ιατρική) η αδυναμία του οργανισμού να αφομοιώσει ξένο σώμα ή ξένο ιστό
    απόρριψη μοσχεύματος
  4. το πέταμα (των απορριμάτων)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία