↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρνησίθεος οι αρνησίθεοι
      γενική του αρνησίθεου των αρνησίθεων
    αιτιατική τον αρνησίθεο τους αρνησίθεους
     κλητική αρνησίθεε αρνησίθεοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρνησίθεος < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρνησίθεος, μορφολογικά αναλύεται αρνησί- + θεός[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

αρνησίθεος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.