αρνησίθεος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρνησίθεος < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρνησίθεος, μορφολογικά αναλύεται αρνησί- + θεός[1]
Επίθετο επεξεργασία
αρνησίθεος, -η, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρνησίθεος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- αρνησίθεος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αρνησίθεος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)