αρνησικυρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρνησικυρία θηλυκό
- το δικαίωμα του αρχηγού της πολιτείας να αρνείται να επικυρώσει έναν νόμο
- (κατ' επέκταση) το δικαίωμα κάποιου να αρνείται να επικυρώσει τις αποφάσεις των εταίρων του