Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρνησικυρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αρνησικυρί
α
οι
αρνησικυρί
ες
γενική
της
αρνησικυρί
ας
των
αρνησικυρι
ών
αιτιατική
την
αρνησικυρί
α
τις
αρνησικυρί
ες
κλητική
αρνησικυρί
α
αρνησικυρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρνησικυρία
<
αρνησι-
+
κύρ(ος)
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρνησικυρία
θηλυκό
το
δικαίωμα
του αρχηγού της πολιτείας να αρνείται να επικυρώσει έναν νόμο
(
κατ' επέκταση
) το
δικαίωμα
κάποιου να αρνείται να επικυρώσει τις αποφάσεις των εταίρων του
Συνώνυμα
επεξεργασία
βέτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρνησικυρία
αγγλικά
:
veto
(en)
γαλλικά
:
veto
(fr)