δικαίωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δικαίωμα < αρχαία ελληνική δικαίωμα (1.σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική droit. 2.σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική droits)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðiˈce.o.ma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
δικαίωμα ουδέτερο
- κάτι που δικαιούται κάποιος, που του το δίνει ένας γραπτός ή άγραφος νόμος ή κάποια αρχή
- (πληθυντικός) δικαιώματα: η αμοιβή που ζητά κάποιος για κάποιο πνευματικό του έργο (π.χ. συγγραφικό)
- ※ Κατ' αρχάς, για την πλήρη αναδημοσίευση άρθρου απαιτείται ρητή άδεια από τον δημιουργό του - ή αυτόν στον οποίο ανήκουν τα πνευματικά δικαιώματα - για να είναι νόμιμη. [1]
- (πληροφορική) privilege: δυνατότητα που αποδίδεται ανά κατηγορία χρηστών για να διαβάσουν, γράψουν τα αρχεία ή να εκτελέσουν τα προγράμματα ενός συστήματος
- → δείτε τη λέξη άδεια
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πληροφορική
επεξεργασία
- ↑ Άγγελος Κυρίτσης, Ο Μόνος Σωστός Τρόπος Για Αντιγραφή Άρθρων από άλλα Site, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2020-06-17. Αρχειοθέτηση 2019-08-29. Προσπέλαση 2020-07-14.