δικαιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δικαιώνω < αρχαία ελληνική δικαιόω / δικαιῶ + -ώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.ceˈo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐και‐ώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαδικαιώνω, αόρ.: δικαίωσα, παθ.φωνή: δικαιώνομαι, π.αόρ.: δικαιώθηκα, μτχ.π.π.: δικαιωμένος
- δίνω δίκιο σε κάποιον, τον απαλλάσσω από κατηγορία
- αναγνωρίζω ότι κάτι ήταν δίκαιο και σωστό ή ότι κάποιος είχε δίκιο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δικαιώνω | δικαίωνα | θα δικαιώνω | να δικαιώνω | δικαιώνοντας | |
β' ενικ. | δικαιώνεις | δικαίωνες | θα δικαιώνεις | να δικαιώνεις | δικαίωνε | |
γ' ενικ. | δικαιώνει | δικαίωνε | θα δικαιώνει | να δικαιώνει | ||
α' πληθ. | δικαιώνουμε | δικαιώναμε | θα δικαιώνουμε | να δικαιώνουμε | ||
β' πληθ. | δικαιώνετε | δικαιώνατε | θα δικαιώνετε | να δικαιώνετε | δικαιώνετε | |
γ' πληθ. | δικαιώνουν(ε) | δικαίωναν δικαιώναν(ε) |
θα δικαιώνουν(ε) | να δικαιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δικαίωσα | θα δικαιώσω | να δικαιώσω | δικαιώσει | ||
β' ενικ. | δικαίωσες | θα δικαιώσεις | να δικαιώσεις | δικαίωσε | ||
γ' ενικ. | δικαίωσε | θα δικαιώσει | να δικαιώσει | |||
α' πληθ. | δικαιώσαμε | θα δικαιώσουμε | να δικαιώσουμε | |||
β' πληθ. | δικαιώσατε | θα δικαιώσετε | να δικαιώσετε | δικαιώστε | ||
γ' πληθ. | δικαίωσαν δικαιώσαν(ε) |
θα δικαιώσουν(ε) | να δικαιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δικαιώσει | είχα δικαιώσει | θα έχω δικαιώσει | να έχω δικαιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις δικαιώσει | είχες δικαιώσει | θα έχεις δικαιώσει | να έχεις δικαιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει δικαιώσει | είχε δικαιώσει | θα έχει δικαιώσει | να έχει δικαιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δικαιώσει | είχαμε δικαιώσει | θα έχουμε δικαιώσει | να έχουμε δικαιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε δικαιώσει | είχατε δικαιώσει | θα έχετε δικαιώσει | να έχετε δικαιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δικαιώσει | είχαν δικαιώσει | θα έχουν δικαιώσει | να έχουν δικαιώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δικαιώνομαι | δικαιωνόμουν(α) | θα δικαιώνομαι | να δικαιώνομαι | ||
β' ενικ. | δικαιώνεσαι | δικαιωνόσουν(α) | θα δικαιώνεσαι | να δικαιώνεσαι | ||
γ' ενικ. | δικαιώνεται | δικαιωνόταν(ε) | θα δικαιώνεται | να δικαιώνεται | ||
α' πληθ. | δικαιωνόμαστε | δικαιωνόμαστε δικαιωνόμασταν |
θα δικαιωνόμαστε | να δικαιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | δικαιώνεστε | δικαιωνόσαστε δικαιωνόσασταν |
θα δικαιώνεστε | να δικαιώνεστε | (δικαιώνεστε) | |
γ' πληθ. | δικαιώνονται | δικαιώνονταν δικαιωνόντουσαν |
θα δικαιώνονται | να δικαιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δικαιώθηκα | θα δικαιωθώ | να δικαιωθώ | δικαιωθεί | ||
β' ενικ. | δικαιώθηκες | θα δικαιωθείς | να δικαιωθείς | δικαιώσου | ||
γ' ενικ. | δικαιώθηκε | θα δικαιωθεί | να δικαιωθεί | |||
α' πληθ. | δικαιωθήκαμε | θα δικαιωθούμε | να δικαιωθούμε | |||
β' πληθ. | δικαιωθήκατε | θα δικαιωθείτε | να δικαιωθείτε | δικαιωθείτε | ||
γ' πληθ. | δικαιώθηκαν δικαιωθήκαν(ε) |
θα δικαιωθούν(ε) | να δικαιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δικαιωθεί | είχα δικαιωθεί | θα έχω δικαιωθεί | να έχω δικαιωθεί | δικαιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις δικαιωθεί | είχες δικαιωθεί | θα έχεις δικαιωθεί | να έχεις δικαιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει δικαιωθεί | είχε δικαιωθεί | θα έχει δικαιωθεί | να έχει δικαιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δικαιωθεί | είχαμε δικαιωθεί | θα έχουμε δικαιωθεί | να έχουμε δικαιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε δικαιωθεί | είχατε δικαιωθεί | θα έχετε δικαιωθεί | να έχετε δικαιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δικαιωθεί | είχαν δικαιωθεί | θα έχουν δικαιωθεί | να έχουν δικαιωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι δικαιωμένος - είμαστε, είστε, είναι δικαιωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν δικαιωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν δικαιωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι δικαιωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι δικαιωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι δικαιωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι δικαιωμένοι |