vindicate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαvindicate (en)
- καθαρίζω από μια κατηγορία ή υποψία
- to vindicate someone's honor
- δικαιολογώ παρέχοντας αποδείξεις
- to vindicate a right, claim or title
- υπερασπίζομαι μια ιδέα ή μια υπόθεση
- to vindicate the rights of labor movement in developing countries
- δικαιολογώ, δικαιώνω
- The violent history of the suspect vindicated the use of force by the police.
- διεκδικώ
- (παρωχημένο) απελευθερώνω
- (παρωχημένο) εκδικούμαι, τιμωρώ
- A war to vindicate infidelity.