Ετυμολογία

επεξεργασία
vindicate < λατινική vindicāre < vis + dicere

vindicate (en)

  1. καθαρίζω από μια κατηγορία ή υποψία
    to vindicate someone's honor
  2. δικαιολογώ παρέχοντας αποδείξεις
    to vindicate a right, claim or title
  3. υπερασπίζομαι μια ιδέα ή μια υπόθεση
    to vindicate the rights of labor movement in developing countries
  4. δικαιολογώ, δικαιώνω
    The violent history of the suspect vindicated the use of force by the police.
  5. διεκδικώ
  6. (παρωχημένο) απελευθερώνω
  7. (παρωχημένο) εκδικούμαι, τιμωρώ
    A war to vindicate infidelity.