Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερασπίζομαι < (ελληνιστική κοινήὑπερασπίζω < αρχαία ελληνική ὑπέρ + ἀσπίς

υπερασπίζομαι

  1. υποστηρίζω ή προστατεύω κάποιον που κινδυνεύει
     συνώνυμα: υπεραμύνομαι
  2. (νομικός όρος) εκπροσωπώ κάποιον ως συνήγορος σε δικαστήριο και προστατεύω τα συμφέροντά του

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία