Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερασπιστικός η υπερασπιστική το υπερασπιστικό
      γενική του υπερασπιστικού της υπερασπιστικής του υπερασπιστικού
    αιτιατική τον υπερασπιστικό την υπερασπιστική το υπερασπιστικό
     κλητική υπερασπιστικέ υπερασπιστική υπερασπιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερασπιστικοί οι υπερασπιστικές τα υπερασπιστικά
      γενική των υπερασπιστικών των υπερασπιστικών των υπερασπιστικών
    αιτιατική τους υπερασπιστικούς τις υπερασπιστικές τα υπερασπιστικά
     κλητική υπερασπιστικοί υπερασπιστικές υπερασπιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερασπιστικός < υπερασπίζω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

υπερασπιστικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την υπεράσπιση ή αναφέρεται σ' αυτή
    Παρά την ανακατάταξη, με την προσθήκη γνωστών δικηγόρων, και τις αρχικές αποστάσεις, η υπερασπιστική γραμμή παραμένει κοινή και συνεχίζουν να αρνούνται ότι γνώριζαν την υπεξαίρεση... (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία