πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπεράσπιση οι υπερασπίσεις
      γενική της υπεράσπισης* των υπερασπίσεων
    αιτιατική την υπεράσπιση τις υπερασπίσεις
     κλητική υπεράσπιση υπερασπίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερασπίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.peˈɾa.spi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπεράσπιση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπεράσπιση θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. η προστασία και η υποστήριξη έναντι κάποιου κινδύνου ή απειλής
      η υπεράσπιση των θεσμών
     συνώνυμα: προάσπιση
  2. (νομικός όρος)
    1. η συνηγορία στο δικαστήριο υπέρ ενός κατηγορουμένου
    2. (συνεκδοχικά) ο/η συνήγορος ή η ομάδα των συνηγόρων που υπερασπίζονται ένα κατηγορούμενο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία