υπεράσπιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπεράσπιση | οι | υπερασπίσεις |
γενική | της | υπεράσπισης* | των | υπερασπίσεων |
αιτιατική | την | υπεράσπιση | τις | υπερασπίσεις |
κλητική | υπεράσπιση | υπερασπίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερασπίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπεράσπιση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ὑπεράσπι(σις) + -ση < ὑπερασπίζω [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.peˈɾa.spi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πε‐ρά‐σπι‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπεράσπιση θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η προστασία και η υποστήριξη έναντι κάποιου κινδύνου ή απειλής
- (νομικός όρος)
- η συνηγορία στο δικαστήριο υπέρ ενός κατηγορουμένου
- (συνεκδοχικά) ο/η συνήγορος ή η ομάδα των συνηγόρων που υπερασπίζονται ένα κατηγορούμενο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ υπεράσπιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας