Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερασπίζω < (ελληνιστική κοινήὑπερασπίζω < αρχαία ελληνική ὑπέρ + ἀσπίς

  Ρήμα επεξεργασία

υπερασπίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία