defence
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
defence | defences |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdefence (en) (βρετανική γραφή)
- (νομικός όρος) η υπεράσπιση, η συνηγορία, αυτό που λέγεται στο δικαστήριο για να αποδείξει ότι ένα άτομο δεν διέπραξε έγκλημα· η ενέργεια του να παρουσιάζω αυτό το επιχείρημα στο δικαστήριο
- ↪ Every legal means was used for his defence.
- Για την υπεράσπισή του χρησιμοποιήθηκε κάθε ένδικο μέσο.
- ↪ I was forced to undertake his defense myself, because he was unjustly accused.
- Αναγκάστηκα να αναλάβω εγώ την υπεράσπισή του, γιατί τον κατηγορούσαν άδικα.
- ↪ She was acquitted thanks to her thorough defence.
- Αθωώθηκε χάρη στην εμπεριστατωμένη συνηγορία της.
- ↪ Every legal means was used for his defence.
- (μόνο ενικός, νομικός όρος) η υπεράσπιση, δικηγόρος ή ομάδα δικηγόρων που υπερασπίζουν τον κατηγορούμενο στο δικαστήριο
- ↪ counsel for the defence - συνήγορος υπερασπίσεως
- ↪ defence witnesses - μάρτυρες υπερασπίσεως
- ↪ The defence has the floor.
- Η υπεράσπιση έχει το λόγο.
- (μη μετρήσιμο, ενικός, αθλητισμός) η άμυνα σε έναν αγώνα
- ↪ Do you prefer defence or offense?
- Προτιμάς την άμυνα ή επίθεση;
- ↪ Do you prefer defence or offense?
- η άμυνα
- η συνηγορία