ενικός         πληθυντικός  
defence defences

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

defence (en) (βρετανική γραφή)

  1. (νομικός όρος) η υπεράσπιση, η συνηγορία, αυτό που λέγεται στο δικαστήριο για να αποδείξει ότι ένα άτομο δεν διέπραξε έγκλημα· η ενέργεια του να παρουσιάζω αυτό το επιχείρημα στο δικαστήριο
    ⮡  Every legal means was used for his defence.
    Για την υπεράσπισή του χρησιμοποιήθηκε κάθε ένδικο μέσο.
    ⮡  I was forced to undertake his defense myself, because he was unjustly accused.
    Αναγκάστηκα να αναλάβω εγώ την υπεράσπισή του, γιατί τον κατηγορούσαν άδικα.
    ⮡  She was acquitted thanks to her thorough defence.
    Αθωώθηκε χάρη στην εμπεριστατωμένη συνηγορία της.
  2. (μόνο ενικός, νομικός όρος) η υπεράσπιση, δικηγόρος ή ομάδα δικηγόρων που υπερασπίζουν τον κατηγορούμενο στο δικαστήριο
    ⮡  counsel for the defence - συνήγορος υπερασπίσεως
    ⮡  defence witnesses - μάρτυρες υπερασπίσεως
    ⮡  The defence has the floor.
    Η υπεράσπιση έχει το λόγο.
  3. (μη μετρήσιμο, ενικός, αθλητισμός) η άμυνα σε έναν αγώνα
    ⮡  Do you prefer defence or offense?
    Προτιμάς την άμυνα ή επίθεση;
  4. η άμυνα
  5. η συνηγορία

Άλλες γραφές

επεξεργασία