Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υπερασπίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερασπίζω
  2. θα υπερασπίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερασπίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

υπερασπίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπεράσπιση