ασπίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασπίδα | οι | ασπίδες |
γενική | της | ασπίδας | των | ασπίδων |
αιτιατική | την | ασπίδα | τις | ασπίδες |
κλητική | ασπίδα | ασπίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ασπίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσπίς από την αιτιατική «τὴν ἀσπίδα»
- για την προστατευτική κατασκευή < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική bouclier
- για τη μεταφορική σημασία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική shiled
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈspi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σπί‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασπίδα θηλυκό
- (οπλισμός, ιστορία) αμυντικό όπλο της αρχαιότητας και του μεσαίωνα που το κρατούσε μπροστά του ο πολεμιστής για να προφυλαχτεί
- προστατευτική κατασκευή
- (μεταφορικά) σύνολο μέσων προστασίας από κίνδυνο ή απειλή
- (φίδι) είδος δηλητηριώδους φιδιού, ο αστρίτης
Συνώνυμα
επεξεργασία- αιγίδα (επικαλυμμένη με κατσικίσιο δέρμα)
Συγγενικά
επεξεργασία- ασπιδοειδής
- ασπιδόμορφος
- ασπιδοφόρος
- προασπίζω & συγγενικά
- ρίψασπις
- συνασπίζω & συγγενικά
- υπασπιστής & συγγενικά
- υπερασπίζομαι, υπερασπίζω & συγγενικά
- ωτοασπίδα, ωτασπίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασπίδα
Πηγές
επεξεργασία- ασπίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ασπίδα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας