Ετυμολογία

επεξεργασία
συνασπίζω < λείπει η ετυμολογία

συνασπίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

συνασπίζω < λείπει η ετυμολογία

συνασπίζω

  1. πολεμάω μαζί με κάποιον υποστηρίζοντάς τον με την ασπίδα μου
  2. (μεταφορικά) υποστηρίζω