Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνασπίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

συνασπίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνασπίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

συνασπίζω

  1. πολεμάω μαζί με κάποιον υποστηρίζοντάς τον με την ασπίδα μου
  2. (μεταφορικά) υποστηρίζω